Πρακτικά μυστικά οικογενειακής ευτυχίας
Στην Εκκλησιαστική γλώσσα λέμε και τα θεωρητικά πρακτικά, γιατί δεν υπάρχει σκέψη ακίνητη, από τότε που η σοφία του Θεού έγινε δημιουργική. Στην παράδοση του κόσμου “θεωρητικά” λέμε τις σκέψεις, που νιώθουν αυτάρκεια, γιατί αρκούνται να θαυμάζουν τον εαυτό τους κι όχι ν’ αγαπούν και να ωφελούν τους ανθρώπους.
Το πρώτο οικοδομικό στοιχείο-θεμέλιο της οικογένειας είναι ο Χριστός. Αν πεις πως είναι η αγάπη των συζύγων, αφήνεις απ’ έξω τον Χριστό, χορηγό της αγάπης, γιατί “πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον…” Όσοι έχουμε λίγη πείρα και λίγη φώτιση Θεού, βλέπουμε συχνά τα αισθήματα των ανθρώπων και τα πιο ευγενικά να μεταβάλλονται όπως η πίστη του Πέτρου που έφτασε στην άρνηση. Ας σκεφτούμε ακόμα και τους αγγέλους του Θεού, που έγιναν δαίμονες. Άρα, όλα τα αγαθά είναι δώρα θεϊκά.
Συχνά, πολύ συχνά, οι νεόνυμφοι συγκλονίζονται τόσο πολύ από τα σαρκικά στοιχεία του έρωτα, ώστε να τα θεωρούν αυθύπαρκτα και τελείως άσχετα με τον δημιουργό του κόσμου. Και χάνουν ή απωθούν την ευσέβειά τους, για να τα χαρούν περισσότερο. Τι έκπληξη όμως θα αισθανθούν, όταν φωτιστούν και καταλάβουν ότι και τις πιο απίθανες σαρκικές, λειτουργικές λεπτομέρειες τις έχει πλάσει ο Θεός, που προνοεί να ευχαριστήσει τον άνθρωπο και στη ψυχή και στις αισθήσεις του. Έτσι μ’ αυτή την πρόνοια του Θεού θα ευτυχούν οι άνθρωποι μέσα στην οικογένεια και με την ευσέβειά τους και με τις ευλογημένες απολαύσεις τους, που είναι κι αυτές ευσέβεια, όταν βιώνονται με ευχαριστία.
Ο/Η σύζυγος με τη φώτιση του Θεού θα μαντεύσει ότι στην καρδιά του/της συζύγου υπάρχει ένας θησαυρός καλοσύνης, αγιότητας και θ’ απευθύνεται σ’ αυτό το βάθος. Θα θεωρεί αυτονόητη την καλή θέληση του άλλου κι έτσι θα προκαλεί το φιλότιμο. Δείχνω τον καλό εαυτό μου, γιατί διαπιστώνω ότι ο άλλος τον θεωρεί αυτονόητο και δεν θέλω να τον διαψεύσω.
Πρέπει να πειστούμε ότι το κακό δεν υπάρχει ως πραγματικότητα, γιατί δεν το δημιούργησε ο Θεός· είναι μια προσποίηση του ανθρώπου, ένα θέατρο, που το πιστεύει ο ίδιος ως πραγματικό και γι’ αυτό το παίζει λάθος. Τα πάθη που κυριεύουν το σώμα φαίνονται σαν πραγματικότητα αυθύπαρκτη, αλλά αποτελούν αποτέλεσμα της απομάκρυνσης απ’ το Θεό. Και στα πνευματικά πάθη συμβαίνει το ίδιο (εγωϊσμός, κατάκριση κλπ). Το σταθερό και αιώνιο κι εδώ είναι ο Θεός, και ο εαυτός μας αυταπατάται και η δημιουργία διαστρέφεται, επειδή παρατείνεται η αποστασία μας απ’ τον Θεό. Λατρεύουμε ως Θεό τον εαυτό μας και αναζητούμε ψυχή και σώμα έναν άλλο Θεό, και σαν τέτοιος έρχεται ο δαίμονας και μας κυριεύει. Ο δαίμονας κι αυτός είναι υπό κατάργηση αλλά διεκδικεί να θεωρείται πραγματικότητα, ενώ δεν είναι.
Έτσι λοιπόν ένα “πρακτικό” μυστικό της συζυγικής ευτυχίας, βασικό και κρίσιμο, είναι η αυτονόητη πίστη ότι ο άλλος είναι καλός· ακόμα κι όταν φέρνεται ως κακός, εμείς βλέπουμε τον κρυμμένον και πραγματικόν καλόν άνθρωπο μέσα στο σύντροφό μας. Αυτό πριν να γίνει και κατόρθωμα είναι δωρεά του Θεού. Δεν μπορεί να γίνει τίποτε καλό στην ζωή μας, αν δεν δοθεί σαν δώρο απ’ το Θεό.
Αποτέλεσμα και καρπός αυτής της προκοπής του ζευγαριού είναι η απόφαση της θεληματικής αλληλοϋποδούλωσης του ενός στον άλλον. Ο ένας χαρίζει την ελευθερία του στον άλλον. Και το κάνει ευχάριστα, εφόσον ζητάει μ’ αυτό να μιμηθεί τον τρόπο που λατρεύει τον Θεό. Γι’ αυτό λέμε λατρεύω τον/την σύζυγό μου. Βέβαια η κάθε αρετή σ’ αυτόν τον κόσμο έχει και την κίβδηλοποίησή της. Υπάρχουν πολλοί που αιχμαλωτίζονται από την καλλονή του σώματος ή την φυσιογνωμία του άλλου και τότε η σχέση γίνεται πάθος. Τέτοια πάθη είναι οι “μεγάλοι έρωτες” της αισθηματικής λογοτεχνίας με την τραγική συχνά απόληξή τους. Έρχονται ώρες, όμως, μέσα στην ρουτίνα της οικογενειακής ζωής, που μας βρίσκει ο πειρασμός απροετοίμαστους και πικραίνεται ο ένας από τον άλλον και η πίκρα αυτή, όταν παρατείνεται, κλονίζει τη σχέση των συζύγων και κινδυνεύει η οικογένεια όπως το πλοίο στη φουρτούνα.
Τότε ο καθένας από τους δύο σχηματίζει την χειρότερη εικόνα για τα βαθύτερα αισθήματα του άλλου. Και όμως αρκεί συχνά μια γλυκιά ή έστω όχι ψυχρή κουβέντα, ακόμη κι όταν λέγεται υποκριτικά, για ν’ αλλάξει το ψυχολογικό κλίμα και να σβήσει ο θυμός. Γιατί όπως είπαμε το κακό είναι ένα θέατρο, ενώ το καλό είναι η αυτονόητη αυθεντική ζωή.
Κάποτε μάλιστα όταν μέσα στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα του θυμού συμβεί κάτι πολύ δυσάρεστο απροσδόκητα ή πολύ ευχάριστο, τότε η ατμόσφαιρα αλλάζει αυτόματα και οι σύζυγοι “ξεχνούν” γιατί ήταν ως εκείνη την ώρα μαλωμένοι. Στη Νάξο διηγούνται ένα περιστατικό με δυο Ναξιώτες που ήταν άσπονδοι εχθροί και δεν μιλούνταν. Κάποια μέρα έτυχε να βγαίνουν απ’ το χωριό σύγχρονα και πήγαιναν 20-30 βήματα ο ένας πίσω απ’ τον άλλον. Έπιασε, όμως, ξαφνικά μια δυνατή βροχή κι αναγκάστηκαν να καταφύγουν και οι δύο μαζί σε μια χωματοσπηλιά. Όταν τελείωσε η βροχή βγήκαν και οι δύο αμίλητοι για να συνεχίσουν το δρόμο τους ο ένας μπροστά κι ο άλλος πίσω. Δεν είχαν κάνει όμως πέντε-έξι βήματα και η σπηλιά κατέρρευσε και αν τους είχε προλάβει πριν μισό λεπτό θα τους έθαβε και τους δυο. Όταν είδαν το γεγονός κοιτάχτηκαν στα μάτια κι έδωσαν τα χέρια. Ύστερα συνέχισαν το δρόμο τους μαζί σαν δύο καλοί φίλοι.
Εκείνο που συντηρεί περισσότερο την καλή εκτίμηση μεταξύ των συζύγων είναι η μνήμη των θυσιών, που κάνει ο ένας για τον άλλον ή για τα παιδιά και τους άλλους οικείους. Ο σύζυγος δεσμεύεται από τους πόνους και τα βάσανα της συζύγου του για τα παιδιά ή για τον ίδιο ή για τους δικούς του (παράδειγμα: Εγώ σε γέννησα). Η θυσία, η οποιαδήποτε θυσία, είναι δυνατή και σπάνια αρετή και έχει πάνω της αποτυπωμένη την χάρη του Θεού. Γι’ αυτό όταν θέλουμε να σώσουμε την σχέση μας και την οικογένειά μας και μας φαίνεται δύσκολο, τότε μας σώζει μια θυσία και έξω ακόμα απ’ την οικογένεια μια φιλανθρωπία λ.χ. ή και μια νηστεία. Ο Θεός επεμβαίνει πολύ θαυματουργικά σε τέτοιες καταστάσεις και με τέτοιες μεθοδεύσεις.
Η οικογένεια ως οργανωμένη αγαπητική κοινότητα δημιουργεί τρόπους ζωής, όπως είναι το κοινό τραπέζι, το κοινό κρεβάτι, η κοινή προσευχή και άλλοι οικογενειακοί θεσμοί (λ.χ. η τακτική ελεημοσύνη, ο κοινός εκκλησιασμός, το ζύμωμα του προσφόρου, οι επισκέψεις και τα δώρα στους συγγενείς). Αυτά αναγκάζουν το ζευγάρι να συνεργάζεται κι έτσι να σπάει τις βουβές και μοχθηρές γκρίνιες, που έρχονται και πέφτουν σαν μολυσματικές αρρώστιες στις οικογένειες.
Κάτι που σε παλιότερες εποχές λειτουργούσε αυτόματα και δεν έφερνε προβλήματα στις οικογένειες είναι η φυσική σχέση των συζύγων. Δηλαδή ο άντρας είχε την αδρή, αρρενωπή φυσιογνωμία του και η γυναίκα ήταν πιο ταπεινή, πιο υπομονετική, πιο “γυναικεία” φυσιογνωμία. Ήταν βέβαια και εποχές που η μυική δύναμη του άνδρα ήταν απαραίτητη για την επιβίωση μέσα στην αγροτική κοινωνία, αλλά οπωσδήποτε οι άντρες έκαναν και κατάχρηση αυτής της υπεροχής τους. Η γυναίκα από την άλλη μεριά συχνά ένιωθε αδικημένη, ταπεινωμένη, αλλά ως γυναίκα με τις ψυχολογικές και βιολογικές ακόμα παραμέτρους ένιωθε πιο ικανοποιημένη απ’ όσο νιώθει η σύγχρονη γυναίκα, που στερείται την αρρενωπή και δυναμική φυσιογνωμία του άντρα, που συχνά είναι ένας ανούσιος αστός.
Παλιότερα όταν άκουγε η νύφη στον Απόστολο του γάμου το “ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα”, δεν ένιωθε μειωμένη και καταπιεσμένη. Ίσα ίσα την κυρίευε το ρίγος για την επόμενη ώρα, που θα ένιωθε ασφαλισμένη μέσα στην αγκαλιά του και ικανοποιημένη, που θα συγκλόνιζε αυτόν τον γίγαντα. Ύστερα ήρθαν τα κηρύγματα του διαφωτισμού και ξεσήκωσαν τα μυαλά των γυναικών και είπαν πως είναι ίσες με τους άνδρες και το ίσες το καταλάβαν ως όμοιες και ίδιες κι από τότε δεν βρίσκουν άνδρες αληθινούς. Και αναγκάζονται άλλες να τους νταντεύουν σαν μωρά παιδιά κι άλλες να φέρνονται αντρικά, για να αποδείξουν ότι είναι όμοιες.
Κι αυτά όλα έγιναν έτσι, γιατί με την ευθύγραμμη βαρβαρότητα του διαφωτισμού ξεχάσαμε ότι ο Χριστιανισμός κατάργησε την αξιοκρατία. Άξιος είναι μόνο ο Θεός κι ακτινοβολεί την αξία του στα παιδιά του εξ ίσου δίνοντας στο κάθε πλάσμα τη φυσιογνωμία του. Κι εμείς ευχαριστημένοι με όποιες δωρεές μας έδωσε ο Θεός κάνουμε το θέλημά του με τον τρόπο που μας έδωσε. Έτσι, όταν βλέπει η Χριστιανή γυναίκα τον άντρα της ν’ ασκεί μια ισχυρή επιρροή, λέει μέσα της ότι αυτόν τον ρόλο του έδωσε ο Θεός και τον παίζει “κατά χρέος”, ενώ στην ουσία είναι κι αυτός μια εικόνα του Θεού, όπως είναι και η ίδια.
Ένα σοβαρό πρόβλημα, που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες και είναι τελείως πρακτικό πρόβλημα, είναι η αδυναμία των ανδρών κυρίως ν’ αποκολληθούν από την πατρική τους οικογένεια. Αυτό είναι αποτέλεσμα συνδυασμού δειλίας γενικά μπροστά στα προβλήματα της ζωής και αρρωστημένης προσκόλλησης της οικογένειας και κυρίως της μάνας με το παιδί της. Το ότι είναι σοβαρό φαίνεται κυρίως από τις πρώτες κιόλας ώρες της δημιουργίας, όταν έπλασε ο Θεός τη γυναίκα και πριν να υπάρχουν ακόμα γονείς και παιδιά είπε ο Δημιουργός για το γάμο: “Τὸ μυστήριο τοῦτο μέγα ἐστί. Ἕνεκα τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν”.
Έβλεπε δηλαδή ο Θεός ότι στον γάμο επικρέμαται η απειλή να παντρεύεται κανείς με μισή ψυχή και η άλλη μισή του άντρα να είναι προσκολλημένη προς τη “μαμά του” σαν να είναι ακόμα νήπιο. Αυτό είναι η ανωριμότητα, που βασανίζει πολλά ζευγάρια και καταστρέφει την ευτυχία μέσα στην οικογένεια. Υπάρχουν άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, που δεν μπορούν ν’ αγαπήσουν τον σύντροφό τους γιατί η καρδιά τους έμεινε μικρή, όπως όταν ήταν παιδιά στα σπίτια τους, και δεν μπορεί ν’ αγαπήσει και να ωφελήσει το άλλο πρόσωπο.
Το τι πρέπει να κάνει ο/η σύζυγος όταν συνειδητοποιήσει ότι κατέχεται απ’ αυτή την ανεπάρκεια, που στην έξαρσή της φτάνει στα όρια της διαστροφής, αυτό δεν θα του το πει η ψυχολογία. Η ψυχολογία θα τον βοηθήσει ίσως να το συνειδητοποιήσει. Από κει και πέρα η καλή αλλοίωση του ανθρώπου είναι έργο του Θεού. Γι’ αυτό ο γάμος είναι μυστήριο, γιατί η επιτυχία του είναι μυστήριο κι αυτή, δηλαδή εξαρτάται από δυνάμεις πάνω από τις φυσικές, από τη δύναμη και τη δωρεά του Θεού.
Και όταν, όμως, ακόμα ξεπεράσει το ζευγάρι τα εσωτερικά του προβλήματα, ακόμα και όταν πετύχει άριστα ο συνδυασμός των δύο προσώπων “εἰς σάρκα μίαν”, η οικογένεια δεν θα έχει βρει την ολοκλήρωσή της, αν δεν συνδυαστεί με τη σύνολη κοινωνία. Αν δεν το κατορθώσει αυτό, θα είναι μια ενδοστρεφής οικογένεια, που δεν θα αργήσει και πολύ να αισθανθεί μιαν αβάσταχτη μοναξιά. Η οικογένεια πρέπει να γίνεται ένας ευεργέτης της κοινωνίας με το να “χαίρει μετὰ χαιρόντων καὶ νὰ κλαίει μετὰ κλαιόντων”. Έτσι θα δοθεί η ικανότητα να θαυμάζει ο ένας την αρετή του άλλου και αυτός ο συναγωνισμός αρετής θα αποκαλύψει το μυστικό βάθος της ψυχής στα μάτια του άλλου. Οι σύζυγοι θα αναγνωρίσουν σωστά ο ένας τον άλλον και στις μεταξύ τους σχέσεις και στις σχέσεις τους με την κοινωνία. Πρακτικά αυτή η έξοδος της οικογένειας προς την κοινωνία γίνεται πολύ συχνά με την φιλανθρωπία. Είναι αλληλένδετη η αγάπη του ζευγαριού με την φιλανθρωπία.
Πάντως όσο κι αν αναγνωριστούν τα δύο πρόσωπα μεταξύ τους, οι σύζυγοι πάντοτε θα αποτελούν ο καθένας ένα μυστήριο για τον άλλον. Το ανθρώπινο πρόσωπο μοιάζει με το Θεό, γιατί έχει το βάθος του εγώ του απρόσιτο για τον άλλον. Μπορείς να αγαπάς τον άνθρωπό σου, να κατανοείς την συμπεριφορά του, αλλά το βάθος του προσώπου του δεν θα το γνωρίσεις τελείως ποτέ, γιατί εκεί εδράζεται ο ίδιος ο Θεός. Θα τον αγαπάς μόνο και θα τον προσκυνάς το Θεό μέσα στο βάθος της ψυχής του άλλου.
Απ’ αυτό το σεβασμό στο απλησίαστο βάθος του άλλου προσώπου πηγάζει και ο σεβασμός στην ελευθερία του. Όσο αλληλένδετοι και εξαρτημένοι κι αν είναι οι σύζυγοι μεταξύ τους παραμένουν ελεύθερα πρόσωπα κι ο καθένας περιμένει πάντοτε την έκπληξη της απόφασης και της επιλογής του άλλου. Αυτό βέβαια κάνει τον ένα να αισθάνεται τον κίνδυνο, που μπορεί να δημιουργήσει ο άλλος στη σχέση τους, αλλά γι’ αυτό βάζουν τη σχέση τους κάτω από την ευλογία του Θεού.
Αυτή η ενδοστρέφεια του ενός προσώπου παρατηρείται και ανάμεσα στον γονιό και το παιδί. Συχνά ο πατέρας ή η μάνα επικοινωνούν με το παιδί ή τα παιδιά, σαν να είναι άσχετος ο άλλος γονιός. Έτσι, χτίζονται οι εξαρτήσεις, που αργότερα βασανίζουν τις οικογένειες των παιδιών. Ο κάθε γονιός πρέπει να βλέπει στα πρόσωπα των παιδιών του το πρόσωπο του/της συζύγου του. Αυτή είναι η φυσιολογική οικογενειακή σχέση. Ακόμα και το ψυχρό οικογενειακό δίκαιο δεν χαρακτηρίζει τους δύο συζύγους σαν σχετιζόμενα πρόσωπα ή σαν συγγενείς, αλλά ως ένα πρόσωπο.
Και απέναντι στα παιδιά πρέπει ο γονιός να στέκεται με σεβασμό στην ελευθερία τους, στην αναγνώριση του απλησίαστου βάθους της προσωπικότητάς τους, όσο κι αν είναι ανώριμη ακόμα. Αυτό επιβάλλεται, γιατί αυτό είναι η αλήθεια. Πρέπει η οικογένεια ν’ αποτελεί ένα μυστήριο σεβαστό απ’ όλα τα μέλη της και γι’ αυτό είναι απαραίτητη μια τελετουργική οργάνωση της οικογενειακής ζωής, δηλαδή το κοινό τραπέζι με την παρουσία όλων, το αναμμένο καντήλι, ο κοινός εκκλησιασμός, ο διάκοσμος του σπιτιού, που δίνει εορταστικό χρώμα στις γιορτές, κι άλλα τέτοια.
Πολλοί γονείς στην εποχή μας έχουν παράπονο από τα παιδιά τους, γιατί δεν τους σέβονται, δεν τους εκτιμούν και αυθαδειάζουν. Και ψάχνονται οι γονείς, για να ιδούν τι έκαναν λάθος για να τους υποτιμούν έτσι τα παιδιά τους. Τα παιδιά, όμως, μας κρίνουν όχι τόσο ως άτομα αλλά ως κοινωνία. Η κοινωνία πράγματι βασανίζει τα παιδιά και τα σαρκάζει. Τα βασανίζει γιατί απ’ το ένα μέρος τα ερεθίζει με τα θεάματά της και τις θεωρίες της κι από τ’ άλλο τα κατακρίνει, όταν αυτή η αγωγή που τους δίνει εκφράζεται στη συμπεριφορά τους.
Θα έπρεπε βέβαια να ξεχωρίζει το παιδί τους γονείς του, αν δεν έχει συγκεκριμένα παράπονα για τη συμπεριφορά τους. Παρασύρεται όμως από το γενικό κλίμα της “απομυθοποίησης” των οικογενειακών αρετών. Όταν βλέπει και τους γονείς του ν’ αναπαύονται μέσα στις τέρψεις και τις ανέσεις που προσφέρει η αστική ζωή και να μην αντιδρούν σ’ αυτές, τότε περιλαμβάνει και τους γονείς του μέσα στη σύγχρονη κοινωνία, που το παιδί την υποτιμά. Ώστε στη σύγχρονη κοινωνία μπορεί κανείς να κερδίσει την εκτίμηση και τον σεβασμό των παιδιών του, όταν γίνει επαναστάτης κι εργάζεται συνειδητά για τη διόρθωση της σημερινής κοινωνίας.
Μια επανάσταση πολύ αισθητή στην εξαχρειωμένη και παραλυμένη κοινωνία μας είναι η πολυτεκνία. Τα σύγχρονα ζευγάρια χωρίς την εκκλησιαστική ζωή “πολύ λογικά” καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατο να συντηρήσουν μια πολύτεκνη οικογένεια. Ο διαφωτισμός ως βιοθεωρία έπεισε τον κόσμο να αντιμετωπίζει τα προβλήματα με τη λογική. Η λογική όμως δεν μπορεί να εξηγήσει τα θαύματα ούτε να διακρίνει την παρουσία του Θεού μέσα στη ζωή των ανθρώπων. Και αυτή η λογική θεώρηση των πραγμάτων έχει γίνει πια το κατεστημένο. Γι’ αυτό οι πολύτεκνοι είναι σύγχρονοι ήρωες στον πόλεμο κατά του κατεστημένου. Και τα παιδιά αναγνωρίζουν αυτόν τον ηρωϊσμό των πολύτεκνων γονιών τους.
Η ολιγότεκνη οικογένεια αναγκαστικά υπερπροστατεύει τα λίγα τέκνα (ή το τέκνο) της και αφανίζει τη φιλοτιμία του και το ζήλο να παλέψει για τη ζωή του. Έτσι αναγκάζεται να το συντηρεί μέχρι τα γεράματά του. Και μ’ αυτόν τον τρόπο και γι’ αυτή την αιτία αποδεκατίζεται από μόνη της η κοινωνία. Ας συμβουλεύουμε, λοιπόν, κι ας ενθαρρύνουμε τις καινούργιες οικογένειες να γίνουν πολύτεκνες, για να κουραστούν λιγότερο και να τα χαρούν περισσότερο τα παιδιά τους. Και κυρίως για να μην γίνουν πλούσιοι, γιατί οι πλούσιοι στερούνται τη γεύση της αληθινής ζωής. Είναι ολοφάνερο ότι το αγώνισμα της πολυτεκνίας αντιμετωπίζει μια οικογένεια μόνο με την πίστη και τη στενή σχέση με την Εκκλησία. Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της οικογενειακής ευτυχίας. Να δούμε αν θα μυηθούν σε αυτό οι καινούργιες οικογένειες για να ‘χομε αύριο ένα καλύτερο κόσμο.
Βέβαια και άλλα πολλά πρακτικά μυστικά υπάρχουν για την επιτυχημένη οικογένεια και αυτά επιστρατεύονται από τους γονείς και τα άλλα μέλη της οικογένειας, όποτε τα χρειάζονται, με τη φώτιση του Θεού, όταν οι καρδιές είναι καθαρές και στολισμένες με την ταπείνωση. Όταν ο καθένας αισθάνεται ότι ο Θεός τον αγαπά και τον τιμά, τότε υπομένει εύκολα κάθε υποτίμηση, κάθε αδικία, κάθε αντιξοότητα.
Κωνσταντίνος Γανωτής
Δακτυλογράφηση & Φιλολογική Επιμέλεια
Αικατερίνη Κόρμαλη Γανωτή