Το ανεπαρκές «Εγώ» και ο φόβος της αγάπης
Όλοι μας είμαστε απόγονοι «τεμαχισμένων» ανθρώπων (δηλαδή γονέων που μεγάλωσαν μέσα από μια διαστρεβλωμένη έννοια αγάπης από τους δικούς τους γονείς).
Κυρίως γι’ αυτό τον λόγο, μαθαίνουμε συνήθως ποιοί «είμαστε» μέσα από τον προβληματικό τρόπο που διαπραγματευόμαστε τις σχέσεις μας με τους άλλους, μέσα από τις συγκεχυμένες συναισθηματικές μας εκδηλώσεις και συμπεριφορές.
Βιώνουμε δηλαδή τελικά το «Εγώ» μας ως μια «ακατάστατη» και ανώριμη οντότητα που μοιάζει να είναι ατελής, τραυματισμένη, και διασπασμένη σε πολλά κομμάτια. Μια οντότητα που δεν είναι σε καμία περίπτωση ικανή να κουμαντάρει με επιτυχία το πλήθος των απαιτήσεων της καθημερινότητας των σχέσεων μας με τους άλλους.
Επειδή ακριβώς –και στον βαθμό που– ταυτιζόμαστε μ’ αυτήν την ελλειμματική ψυχική δομή (το «Εγώ»), πολύ συχνά βιώνουμε συναισθήματα κενού, ματαίωσης, απουσίας νοήματος, έντονο ψυχικό πόνο, επίπονες εσωτερικές συγκρούσεις, κι αναποφασιστικότητα.
Αυτή η βαθιά πεποίθηση της ψυχικής μας αδυναμίας συνήθως μας οδηγεί σε συναισθηματική ευαλωτότητα, σε κρίσεις ενοχής, οργής, κι επιθετικότητας, που, κατά περίπτωση, στρέφονται εναντίον των ατόμων με τα οποία σχετιζόμαστε, ή εναντίον αυτού που συνηθίζουμε να τον/ την αποκαλούμε «εαυτό» μας.
Εύλογα κάποιος θα μπορούσε να συμπεράνει σ’αυτό το σημείο, ότι μια τέτοια ψυχική αναστάτωση έχει ως λογικό επακόλουθο ο άνθρωπος που την βιώνει να μην μπορεί ούτε να δώσει , αλλά και ούτε να πάρει αγάπη.
Πράγματι, η ίδια η αίσθηση τις προσωπικής μας ανεπάρκειας –την οποία όπως είπαμε την βιώνουμε ως αποτέλεσμα της ταύτισής μας με ένα ελλειμματικό κι ανώριμο «Εγώ»– είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την αδυναμία μας να δεχτούμε την αγάπη, και στην συνέχεια να την προσφέρουμε στους άλλους!
Κι ο λόγος είναι ότι, κατ’αρχάς, η ίδια η παθολογική ψυχική κατασκευή (το «Εγώ»), με την οποία έχουμε ταυτιστεί, υπάρχει ως αποτέλεσμα της πλήρους, ή της μερικής απουσίας της αγάπης! Αυτό το παραμορφωμένο και –στην καλύτερη περίπτωση– ελλιπέστατο “κατασκευαστικό” υλικό, η μαμά και ο μπαμπάς το ονομάσανε «γονεϊκή αγάπη», μας το προσφέρανε, κι εμείς –ως παιδιά– το δεχτήκαμε επειδή το χρειαζόμασταν τότε κατεπειγόντως, αφού σ’αυτό έπρεπε να στηρίξουμε την σωματική & ψυχική μας αυτο-οργάνωση.
Αυτό όμως που, στην πραγματικότητα, χρειαζόμασταν ως βρεφη και παιδιά, και φυσικά τώρα, ως ενήλικες, είναι αυτό που δεν λάβαμε ποτέ: την αγάπη στην αυτούσια, ανόθευτη μορφή της, όχι στην κακέκτυπη και κακοποιητική της διάσταση.
Κατά δεύτερο λόγο, η βιωμένη στη ζωή μας, και –γι’αυτό– αδιάσειστη πεποίθηση της ανεπάρκειας του «Εγώ» να αγαπήσει και να αγαπηθεί, ως δική μας ανεπάρκεια και αδυναμία, έχει ως αποτέλεσμα να μοιάζει στα μάτια μας οποιαδήποτε πρόθεση για προσφορά αγάπης, ως άκρως επίφοβη & απειλητική, αφού η «αγάπη» έχει βιωθεί, στην καλύτερη περίπτωση, ως «υπό όρους ανταλλαγή» (π.χ. θα σ’ αγαπώ μόνο εάν μου κάνεις τα χατήρια, αν είσαι καλό παιδί, κ.ο.κ.), και στην χειρότερη, ως επιθετική ενέργεια εναντίον μας (π.χ. θα φας ξύλο, πλήγωσες την μητέρα σου που σ’ αγαπάει τόσο πολύ…, κ.ο.κ).
Δηλαδή, ουσιαστικά γαλουχούμαστε από τα πρώτα μας κιόλας βήματα σ’ αυτόν τον κόσμο στον «φόβο της αγάπης»…!
Υπό αυτήν την έννοια, τίποτα δεν μας τρομάζει περισσότερο από την πιθανότητα να αγαπηθούμε!…
Απ’ την μια, κανείς μας δεν θέλει να κακοποιηθεί ή να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο μια στενής σχέσης, με το πρόσχημα της «αγάπης». Κι απ’ την άλλη πάλι, ταυτιζόμενοι με ένα τοσο ανεπαρκές «Εγώ», μας είναι πάρα πολύ δύσκολο στο βάθος της συνείδησής μας να δεχτούμε οτι αξίζουμε κάποιος να μας αγαπήσει γι’ αυτό που –νομίζουμε ότι– είμαστε.
Γρηγόρης Βασιλειάδης
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπευτής