Γάμος και οικογένεια κατά τον Ιερό Χρυσόστομο
Γινόμαστε καθημερινώς μάρτυρες της ιδεολογικής σύγχυσης, της αλλοτρίωσης και αφασίας αξιών και θεσμών, που κατοχυρώνονται μάλιστα και νομοθετικά. Μεταξύ των θεσμών, που δέχονται πρωτοφανείς αλλαγές τα τελευταία χρόνια είναι και ο θεσμός του γάμου και της οικογένειας. Πολιτικός γάμος, «κοινωνικές ενώσεις», γάμοι ομοφυλοφίλων, «αυτόματο» διαζύγιο, αποποινικοποίηση της μοιχείας, ηθελημένες μονογονεϊκές οικογένειες, ομοφυλόφιλες οικογένειες, ελεύθερες συμβιώσεις, είναι πλέον καταστάσεις και πρακτικές, που συχνά συναντούμε και στην πατρίδα μας. Διαπιστώνουμε δε ότι όλες αυτές οι αναθεωρήσεις και οι πραγματοποιούμενοι μετασχηματισμοί αποδυναμώνουν και οδηγούν στη διάλυση τον πανάρχαιο θεσμό του γάμου και της οικογένειας, υπονομεύοντας την ιερότητα, σταθερότητα και συνέχειά τους. Οι συνέπειες, κρίνονται εύλογα, ως δυσάρεστες και επικίνδυνες για την κοινωνική, οικογενειακή και προσωπική ζωή των ανθρώπων. Το δημιουργούμενο κλίμα είναι σαφώς ανατρεπτικό του πνεύματος της παράδοσής μας, το οποίο επιβιώνει εκεί όπου ζη η πατερικότητα, ως πεμπτουσία της ελληνορθόδοξης ταυτότητας.
Ο ιερός Χρυσόστομος, βαθύς γνώστης της ευεργετικής επίδρασης, που ασκεί και στα πρόσωπα και στην κοινωνία η βίωση της γνήσιας συζυγίας και της οικογενειακής συνοχής, τονίζει την αναγκαιότητα διατήρησης των θεσμών του γάμου και της οικογένειας, όπως η ευαγγελική αλήθεια μας τους απεκάλυψε και οι αγιασμένες ψυχές σ’ όλους τους αιώνες τους βίωσαν. Πεμπτουσία δε της συζυγικής και γονεϊκής αποστολής είναι η υπευθυνότητα και θυσιαστική αγάπη.
Ο λόγος του ιερού Πατέρα, έχοντας ισχύ διαχρονική, ως καρπός της θείας χάριτος και του γνήσιου ενδιαφέροντός του για την ποιότητα και καθολικότητα της ζωής όλων των ανθρώπων, έχει και σήμερα τη δύναμη να ποδηγετήσει όλους εκείνους, που επιθυμούν να ζήσουν τη γνήσια ανθρώπινη-ανθρωπόθεη ζωή.
Για τον χρυσορρήμονα Ιωάννη «μυστήριον ἀγάπης ἐστὶν ὁ γάμος. Γυνὴ γὰρ καὶ ἀνὴρ οὐκ εἰσιν ἄνθρωποι δύο, ἀλλὰ ἄνθρωπος εἷς…» (Πρὸς Κολοσσαεῖς, Ὁμιλία ΙΒ, ΕΠΕ 22, 342). Προτρέπει μάλιστα να μην περιφρονούμε αυτό το «μυστήριο», διότι «τύπος τῆς τοῦ Χριστοῦ παρουσίας ἐστὶν ὁ γάμος» (ὅπ.π., ΕΠΕ 22, 346).
Ουσία του γάμου και σύνδεσμος ακατάλυτος στις σχέσεις των συζύγων είναι η θυσιαστική αγάπη. «Τίποτε δεν ενώνει τόσο τη ζωή μας, θα διακηρύξει, όσο ο έρωτας του άνδρα και της γυναίκας… υπέρ αυτού παραδίδουν και την ψυχή τους» (Εἰς Ἐφεσίους, Ὁμ. Κ’ , ΕΠΕ 21, 194). Προσδιορίζοντας τους σκοπούς του γάμου ο ιερός Χρυσόστομος υποστηρίζει ότι δόθηκε για δυό λόγους, «ἵνα τε σωφρονῶμεν καὶ ἵνα πατέρες γενώμεθα» (Εἰς τὸ «Διὰ τὰς πορνείας…, ΕΠΕ, 27, 98). Στον πρώτο μάλιστα σκοπό (τη σωφροσύνη-αρετή) δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα, γι’ αυτό και θα υποστηρίξει: «Δεν είναι εμπόδιο προς την αρετή» (ο γάμος). Διότι εάν ήταν «δεν θα έδινε τον γάμο στη ζωή των ανθρώπων ο των όλων δημιουργός Θεός» Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμ. ΚΑ’ , ΕΠΕ 2, 622). Και συνεχίζει: άνδρες και γυναίκες «ας μη νομίζουν ότι ο γάμος είναι εμπόδιο προκειμένου κάποιος να ευαρεστήση τον Θεό» (ὅπ. π., Ὁμ. ΚΑ’, ΕΠΕ 2, 620). Η συγκατάβαση μάλιστα του Θεού, συνεχίζει απευθυνόμενος στον άνδρα, επέτρεψε τον γάμο, διότι «προνόησε και για την ανάπαυση των φυσικών σου ορμών και για την αξιοπρέπειά σου, ώστε και να καταπραΰνεις αυτό χωρίς κίνδυνο και να αποφύγεις την ασχημοσύνη» (Ὁμ. εἰς τὸν ΜΓ’ Ψαλμό, ΕΠΕ 5, 678). Επιμένοντας στο θέμα αναφέρει αλλού: «όχι μόνον δεν μας εμποδίζει καθόλου (ο γάμος) εις την κατά Θεόν ζωήν, εάν θέλουμε να είμαστε προσεκτικοί, αλλά και εισάγει μέσα μας μεγάλη παρηγορία, η οποία καταστέλλει τη μαινόμενη φύση και δεν αφήνει το σκάφος να ταλαντεύεται στο πέλαγος, αλλά διαρκώς το προετοιμάζει να κατευθύνεται στο λιμάνι» (Εἰς τὴν Γέν., Ὁμ. ΚΑ’, ΕΠΕ 2, 623).
Όμως θα παρατηρήσει σε άλλο σημείο, «όπως ο γάμος είναι λιμάνι, έτσι μπορεί να γίνη και ναυάγιο για εκείνους, που κακώς τον χρησιμοποιούν» (Εις το «Γυνή δέδεται…, ΕΠΕ 27, 126). Γι’ αυτό και προτρέπει: «Ἀγὼν ἔστω καὶ παλαίστρα ἀρετῆς ἡ οἰκία, ἵνα ἐκεῖ καλῶς γυμνασάμενος, μετὰ πολλῆς τῆς ἐπιστήμης τοῖς ἐν ἀγορᾷ προσβάλλῃς» (Εἰς Ματθαῖον, Ὁμ. ΙΑ’, ΕΠΕ 9, 376).
Για να αποβή όμως ο γάμος «λιμάνι», χρειάζεται η αυτοπαραίτηση από ιδιοτελείς απαιτήσεις, η ηθελημένη αυτοπαράδοση και προσφορά αγάπης του ενός προς τον άλλον και ο από κοινού πνευματικός αγώνας των συζύγων. Δεν δυσκολεύεται μάλιστα ο ασκητικότατος ιεράρχης να υποδείξη στους συζύγους τρόπους συμπεριφοράς, ώστε να επικρατή στις σχέσεις τους η αγάπη και αλληλοκατανόηση. Βασική αρχή πάντως στην επικοινωνία των συζύγων είναι οι παραινέσεις του ανδρός προς την σύζυγό του να προσφέρονται «μετά πολλής χάριτος και καλωσύνης». Δίδει μάλιστα ο ίδιος ο Χρυσόστομος παράδειγμα στον σύζυγο πως να μιλάει στην σύζυγό του: «Λόγια αγάπης να της λες…(όπως): Εγώ από όλα, τη δική σου αγάπη προτιμώ και τίποτε δεν μου είναι τόσο βασανιστικό ή δυσάρεστο, όσο το να βρεθώ κάποτε σε διάσταση μαζί σου. Κι αν όλα χρειασθεί να τα χάσω … κι αν στους έσχατους βρεθώ κινδύνους, οτιδήποτε κι αν πάθω, όλα μου είναι ανεκτά κι υποφερτά, όσο εσύ μου είσαι καλά. Και τα παιδιά, τότε μου είναι περιπόθητα, εφ’ όσον εσύ μας συμπαθείς…». Και συνεχίζει: «ίσως κάποτε σου πει (η σύζυγος): Ποτέ έως τώρα δεν ξόδεψα από τα δικά σου (χρήματα), έχω ακόμη τα δικά μου, που μου έδωσαν οι γονείς μου. Τότε πες της: Τι λες καλή μου; Έχεις ακόμη τα δικά σου; Ποιά λέξη μπορεί να είναι χειρότερη από αυτή; Σώμα δεν έχεις πια δικό σου κι έχεις χρήματα; Δεν είμαστε δυό σώματα μετά τον γάμο, αλλά γίναμε ένα. Δεν έχουμε δυό περιουσίες, αλλά μία… Όλα δικά σου είναι, κι’ εγώ δικός σου είμαι, κορίτσι μου. Αυτό με συμβουλεύει ο Παύλος λέγοντας ότι ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμά του, αλλά η γυναίκα. Κι αν δεν έχω εγώ εξουσία στο σώμα μου, αλλά εσύ, πόσω μάλλον δικά σου είναι τα χρήματα… Ποτέ να μην της μιλάς με πεζό τρόπο, αλλά με φιλοφροσύνη, με τιμή, με αγάπη πολλή. Να την τιμάς και δεν θα βρεθή στην ανάγκη να ζητήση την τιμή από άλλους… Να την προτιμάς από όλους για όλα, για την ομορφιά, για τη σωφροσύνη της και να την εγκωμιάζης. Να κάνης φανερό ότι σ’ αρέσει η συντροφιά της κι ότι προτιμάς να μένης στο σπίτι για να είσαι μαζί της από το να βγαίνης στην αγορά. Από όλους τους φίλους να την προτιμάς και από τα παιδιά που σου χάρισε, κι αυτά για χάρη της να τα αγαπάς» (Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 20).
Η αντίθετη συμπεριφορά δεν ταιριάζει να επιδεικνύεται ούτε και στους δούλους, γι’ αυτό και σε άλλη ομιλία του, γράφει: «Βέβαια τον μεν υπηρέτη θα ημπορέση κανείς να τον παρεμποδίση με τον φόβο, μάλλον δε ούτε εκείνον… τη σύντροφο όμως της ζωής σου, τη μητέρα των παιδιών σου, το θεμέλιο κάθε ευφροσύνης, δεν πρέπει να καταδεσμεύουμε με φόβο και απειλές, αλλά με αγάπη και καλή διάθεση. Διότι ποιά συζυγία υπάρχει, όταν η γυναίκα τρέμη τον άνδρα της; ποιά ευχαρίστηση θα απολαύση ο ίδιος ο άνδρας, όταν ζη με τη γυναίκα του και της συμπεριφέρεται ως δούλη και όχι σαν σε ελεύθερη;» (Εἰς Ἐφ., Ὁμ. Κ’, ΕΠΕ 21, 200).
Η αναζήτηση συζύγου, κατά τον Χρυσόστομο, απαιτεί πολλή σύνεση, προσοχή και προσευχή. Η εσωτερική ομορφιά και καλλιέργεια θα πρέπη να συγκινή και όχι η εξωτερική και επιφανειακή, φυσικά ούτε και ο πλούτος. «Ψυχῆς ἐπιζήτει κάλλος» (ὅπ.π., Ὁμ. Κ’, 21, 202), θὰ ὑποστηρίξη, ἐπειδὴ «διὰ τὸν Θεὸν τοῦτο ποιῶμεν (τὸν γάμο), ἵνα σωφρονῶμεν, οὐχ ἵνα τὴν οὐσίαν εὐπορωτέραν ἐργαζώμεθα, ἀλλ’ ἵνα ψυχῆς εὐγένειαν ἐπιζητῶμεν, μὴ χρημάτων περιουσίαν, ἀλλὰ τρόπων ἀρετὴν καὶ ἐπιείκειαν» (Ἐν ταῖς Καλλένδαις, ΕΠΕ 31, 490). Με αυτές τις προϋποθέσεις δημιουργείται ένας άρρηκτος συζυγικός δεσμός, όπου η αγάπη πρυτανεύει στις σχέσεις τους, και τότε «για τον κάθε άνδρα βασιλεία είναι η γυναίκα του, που συμφωνεί με τον σύζυγό της και δεν αγαπά ο βασιληάς τόσο πολύ την πορφύρα και το στέμμα, όσο ο άνδρας αγαπά τη γυναίκα του» (Εἰς Γ’ Ψαλμόν, ΕΠΕ 5, 112).
Είναι ευνόητο ότι σε μία τέτοια συζυγική σχέση η αδιαφορία και απιστία δεν μπορεί να αναδυθή και έτσι διατηρείται η ιερότητα του γάμου και η χριστιανική αρχή της μονογαμίας. Γι’ αυτό και προτρέπει: «Τὴν κληρωθεῖσαν ἐξ ἀρχῆς γυναῖκα, ταύτην ἔχειν διὰ παντός» (Εἰς τὸ «Γυνὴ δέδεται νόμῳ…», ΕΠΕ 27, 134), «γιατί ο Θεός στον καθένα έδωσε γυναίκα, έθεσε όρια στη φύση, την συνουσία με την μία εκείνη γυναίκα» (Εις Θεσσαλ., Ομ. Ε’,ΕΠΕ, 454). Γι’ αυτό η συζυγική απιστία-μοιχεία θεωρείται από τον Χρυσόστομο «παράβαση και πλεονεξία και ληστεία» (οπ.π.). Σ’ αυτήν την περίπτωση η συζυγία καταντά, κατά τον Χρυσόστομο, «ναυάγιο». Απευθυνόμενος δε στον μοιχό, με αγανάκτηση τον ρωτά: «Γιατί αδικείς την σύζυγο; γιατί προσβάλλεις το δικό σου μέλος; γιατί ντροπιάζεις την αξιοπρέπειά σου; (Εις ΜΓ’ Ψαλμό, ΕΠΕ 5, 680), για να προσθέση: «Έχεις γυναίκα, έχεις παιδιά, τι ταύτης της ηδονής ίσον;» (Εις Ματθ., Ομ. ΛΖ’, ΕΠΕ 10, 596). Για να προτρέψη τελικά τον άνδρα, λέγοντάς του: «Ὅσην ἕκαστος πρὸς ἑαυτὸν ἀγάπην ἔχει, τοιαύτην πρὸς τὴν γυναῖκα ἡμᾶς (ἐν. βούλεται ὁ Θεός) ἔχειν» (Εἰς Ἐφ., Ὁμ. Κ’, ΕΠΕ, 21, 208).
Οι προτροπές του αγίου Χρυσοστόμου για προσφορά θυσιαστικής αγάπης προς την σύζυγο είναι συνεχείς. Η κατάσταση, που επικρατούσε και στην εποχή του, τον υποχρεώνει να συμβουλεύη τη διαφοροποίηση των χριστιανών ανδρών, και μάλιστα των συζύγων, ώστε να εξαλειφθή η ανδρική σκληρότητα και υποτίμηση προς το γυναικείο φύλο. Γι’ αυτό θα συμβουλεύση: στην «υπακοή της συζύγου ως αντίρροπο ας προβάλλη η αγάπη του συζύγου» (Εἰς Ἐφ., Ὁμ. Κ’, ΕΠΕ 21, 212). Άλλωστε, τότε μπορεί να γίνη λόγος και για υπακοή! Ως πρότυπο μάλιστα της αγάπης του συζύγου προς την σύζυγό του προσφέρει την θυσιαστική αγάπη του Χριστού για την Εκκλησία. Αυτή την αγάπη οφείλουν να αναπτύξουν οι σύζυγοι μεταξύ τους, διότι τελικά «τίποτε δεν υπάρχει πολυτιμότερο από το ν’ αγαπιέται κανείς τόσο πολύ από την γυναίκα του και ν’ αγαπά αυτήν το ίδιο» (Εἰς Πραξ., Ὁμ. ΜΘ’, ΕΠΕ 16Β, 124).
Προτρέπει και πάλι τον σύζυγο, λέγοντάς του: «Ας είναι η σύζυγος το λιμάνι σου, αν πρέπη να σηκώνουμε ο ένας τα βάρη του άλλου, πολύ περισσότερο της συζύγου… Ας είναι από όλα σε μας προτιμότερο αυτή, που μαζί μας στέκεται στο τιμόνι να μην στασιάζει μήτε να διαχωρίζεται από μας» (Εἰς Α’ Κορ., Ὁμ. ΚΣΤ’, ΕΠΕ 18Α, 166), διότι «τοῦτο πάντων συγκροτεῖ τὴν ζωήν, τὸ ὁμονοεῖν γυναῖκα πρὸς ἄνδρα…» (Περὶ τοῦ μὴ γινώσκειν…, ΕΠΕ 31, 300).
Και την Οικογένεια ο ιερός Πατέρας την «βλέπει» ως μυστήριο. «Ἰδοὺ πάλιν ἀγάπης μυστήριον», θα ομολογήσει. «Ἂν οἱ δυὸ μὴ γένωνται ἕν, οὐκ ἐργάζονται πολλούς… Γυνὴ γὰρ καὶ ἀνὴρ οὐκ εἰσιν ἄνθρωποι δύο, ἀλλὰ ἄνθρωπος εἷς… Δία τοῦτο γοῦν καὶ ἀκριβῶς εἶπεν, οὐκ ἔσονται μία σάρξ, ἀλλ’ «εἰς σάρκα μίαν», τὴν τοῦ παιδὸς συναπτόμενοι. Πῶς γίνονται εἰς σάρκα μίαν; Γέφυρά ἐστι τὸ παιδίον» (Πρὸς Κόλ., Ὁμ. ΙΒ’, ΕΠΕ 22, 342-344). Η γέννηση παιδιών, και κατά τον Χρυσόστομο, είναι «μεγάλη παρηγοριά στη θνητότητα», που ακολούθησε την πτώση (Εις την Γεν., Ομ. ΙΗ’, ΕΠΕ 2,51).
Στην οικογένεια ο άγιος Πατέρας, αποδίδοντας ιερότητα, την χαρακτηρίζει «μικρή εκκλησία»: «καὶ ἡ οἰκία γὰρ ἐκκλησία ἐστὶ μικρά» (Εἰς Ἐφ., Ὁμ. Κ’, ΕΠΕ 21, 222). Για να προτρέψη σε άλλη ομιλία του: «Ἐκκλησίαν ποίησόν σου τὴν οἰκίαν. Καὶ γὰρ ὑπεύθυνος εἰ καὶ τῆς τῶν παίδων καὶ τῆς τῶν οἰκετῶν σωτηρίας» (Εἰς Γέν., Ὁμ. ΣΤ’, ΕΠΕ 8, 106). Ή αλλού: «Ἔστω ἐκκλησία ἡ οἰκία ἐξ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν συνεστηκυῖα». Για την ιερότητα της οικογένειας και την έκφρασή της ως «σώματος Χριστού» και «μικρής εκκλησίας», δεν δέχεται καμμία αμφιβολία ο ιερός Πατέρας: «Μη νομίσεις ότι επειδή εσύ ο άνδρας είσαι μόνος και αυτή η γυναίκα είναι μόνη αυτό είναι εμπόδιο (για να σχηματίσετε εκκλησία). Γιατί, όπως μας λέγει ο Κύριος, όπου είναι δυό συναγμένοι στο όνομά μου, εκεί βρίσκομαι ανάμεσά τους» (Εἰς Πρ., Ὁμ. ΙΒ’). Για να συγκεκριμενοποιήση σε άλλο σημείο τη θέση του: «Ἔνθα ἀνὴρ καὶ γυνὴ καὶ παιδὶα καὶ ὁμόνοια καὶ φιλία καὶ τῆς ἀρετῆς συνδεδεμένοι δεσμοῖς, ἐκεῖ μέσος ὁ Χριστός» (Εἰς Γέν., Ὁμ. Ζ’, ΕΠΕ 8, 138). Και πάλι θα προτρέψη, λέγοντας: «Ἀγὼν ἔστω καὶ παλαίστρα ἀρετῆς ἡ οἰκία, ἵνα ἐκεῖ καλῶς γυμνασάμενος, μετὰ πολλῆς τῆς ἐπιστήμης τοῖς ἐν ἀγορᾷ προσβάλλῃς» (Εἰς Ματθ., Ὁμ. Ε’, ΕΠΕ 9, 164). Η οικογένεια, δηλαδή, είναι ο χώρος προετοιμασίας (προπόνησης) για την επίδοση στο άθλημα της ζωής και του δημόσιου βίου.
Υπάρχουν όμως γι’ αυτό προϋποθέσεις. Ο σύνδεσμος της οικογένειας με τον εκκλησιαστικό χώρο και η συμμετοχή των μελών της στην λατρευτική – μυστηριακή ζωή θεωρείται από τον Χρυσόστομο απαραίτητος. Διότι, εκτός πολλών άλλων, ο σύνδεσμος με τη «μεγάλη οικογένειά» μας, την Ενορία, θα βοηθήση, ώστε η διαδικασία αγωγής των παιδιών να γίνη ευκολότερη («οὕτω ῥάων ἐγίνετο καὶ εὔκολος ἡμῖν ἡ τῶν παίδων διόρθωσις» (Εἰς τὸ Χήρα καταλεγέσθω…, ΕΠΕ 27, 486).
Σύμφωνα και με τους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Χρυσόστομος τονίζει ότι όσο και αν η γέννηση παιδιών είναι ιδιαίτερη ευλογία, εν τούτοις χάνει την αξία της, εάν δεν συνοδεύεται από την άσκηση αγωγής. Επανειλημμένως θα διακηρύξη: «οὐ τὸ τεκνοποιεῖν, ἀλλὰ τὸ τεκνοτροφεῖν ποιεῖ τοὺς γονέας… τὸ μὲν γὰρ τῆς φύσεως, τὸ δὲ τῆς προαιρέσεώς ἐστι. Οὐ τὸ γεννῆσαι τέκνα, ἀλλὰ τὸ θρέψαι τέκνα, τοῦτο φέρει μισθόν» (Περὶ Ἄννης, Ὁμ. Α’ ΕΠΕ 8Α, 24), διότι οι προσπάθειες για την ανατροφή των παιδιών είναι αφορμή για κατορθώματα των γονέων. Απευθυνόμενος δε προς τις μητέρες τονίζει: «αν τα παιδιά…δεχθούν την κατάλληλη αγωγή και οδηγηθούν στην αρετή με τη δική σου φροντίδα, αυτό γίνεται αιτία και αφορμή πολλής σωτηρίας για σένα και μαζί με τα δικά σου κατορθώματα θα δεχθείς και για την φροντίδα αυτών μεγάλη αμοιβή» (Περὶ Ἄννης, Ὁμ. Α’, ΕΠΕ 8Α, 25).
Την άσκηση αγωγής οφείλουν οι γονείς να την αρχίσουν από πολύ νωρίς, διότι «όπως τα φυτά, τότε προπάντων έχουν μεγάλη ανάγκη από τη φροντίδα μας, όταν είναι τρυφερά, έτσι και τα παιδιά» (ΕΠΕ, 30, 655). Περιεχόμενο της αγωγής, που θα προσφέρεται από τους γονείς, κυρίως βιωματικά, είναι να εναποθέτουν «στην ψυχή τους καλωσύνη, σωφροσύνη σεμνότητα και κάθε άλλη αρετή» (Περὶ Ἄννης, Ὁμ. Γ’, ΕΠΕ 8Α, 85).
Ιδιαιτέρως τονίζει την ανάγκη άσκησης της αγωγής και από τον πατέρα. «Δυό διδάσκαλοι, γράφει, οδηγούν στη γνώση του Θεού: η κτίση και η συνείδηση. Υπάρχει όμως και «τρίτος διδάσκαλος». Ποιός; Ο Πατέρας, που έλαχε στον καθένα. Γι’ αυτό, άλλωστε, μας έκανε ο Θεός να αγαπιώμαστε από αυτούς, που μας γέννησαν, για να έχουμε εκπαιδευτές στην αρετή. Γιατί τον πατέρα δεν τον κάνει μόνο το να σπείρη, αλλά και το να εκπαιδεύση καλά ούτέ η κυοφορία κάνει κάποια μητέρα, αλλά η καλή ανατροφή» (Περὶ Ἄννης, Ὁμ. Α’, ΕΠΕ 8Α, 21).
Οι προτροπές του Χρυσοστόμου για άσκηση αγωγής είναι συνεχείς. «Θεώρησε (πατέρα) πως έχεις στο σπίτι αγάλματα, τα παιδιά. Κάθε μέρα να τα διορθώνης και να τα φροντίζης προσεκτικά και με κάθε τρόπο να στολίζεις και να διαπλάθης την ψυχή τους» (Εις το Χήρα καταλεγέσθω…, ΕΠΕ 27, 485). Καρπός της εμπειρίας του, για όσους πατέρες αμελούν την αγωγή των παιδιών τους, είναι ο αποφθεγματικός και αυστηρός του λόγος: «όσοι δεν φροντίζουν για την ανατροφή των παιδιών τους «παιδοκτόνοι μάλλόν εισι» (Εις το Χήρα καταλεγέσθω…, ΕΠΕ 27, 476). Για να επαναλάβη αλλού, «οι πατέρες είναι και παιδοκτόνοι, όσοι δεν συμπεριφέρονται αυστηρά στα αδιάφορα παιδιά τους» (Εἰς τὸ Χήρα καταλεγέσθω…, ΕΠΕ, 27, 483).
Και για τις μητέρες όμως, που αμελούν την αγωγή των παιδιών τους, θα πη: «παιδοκτόνοι μᾶλλόν εἰσι αἱ μητέρες». Απευθυνόμενος τελικά και στους δυό γονείς, συμπληρώνει: «Αυτό δεν το λέγω μόνο προς τις γυναίκες, αλλά και προς τους άνδρες. Γιατί και πολλοί πατέρες … κάνουν και επιχειρούν τα πάντα για να αποκτήση ο γιος τους καλό άλογο (αυτοκίνητο θα λέγαμε σήμερα), λαμπρό σπίτι και ακριβό χωράφι, για το πως ν’ αποκτήση όμως καλή ψυχή και ευσεβή διάθεση δεν κάνουν απολύτως τίποτε» (Εἰς τὸ «Χήρα καταλεγέσθω…», ΕΠΕ 27, 477).
Στην επαναστατικότητα των παιδιών αντιπροβάλλεται η τρυφερότητα, συγχωρητικότητα και αγάπη των γονέων. Υποδεικνύει μάλιστα στους παιδαγωγούς, συγκαταλέγοντας σ’ αυτούς και τον εαυτό του, αφού και ο ίδιος δρα ως πνευματικός πατέρας, τρόπους ψυχοσωματικής επικοινωνίας με αυτά: «συγχρόνως με τα λόγια… που θα λέμε (στο παιδί), να το φιλούμε και να το αγκαλιάζουμε και να το σφίγγουμε στην αγκαλιά μας, δείχνοντάς του έτσι την αγάπη μας. Με όλα αυτά το ηρεμούμε» (ΕΠΕ 30,693). Ακόμη και στις πτώσεις τους θεωρεί ο ιερός Χρυσόστομος, ότι οι γονείς πρέπει να είναι συγκαταβατικοί και η αγάπη «καθάπερ χρυσαῖς ταῖς πτέρυξι συγκαλύπτει πάντα τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀγαπωμένων» (Εἰς Α’ Κόρ., Ὁμ. ΛΓ’, ΕΠΕ 18Α, 384).
Στην άσκηση της αγωγής αποδέχεται ο Χρυσόστομος και την απειλή τιμωρίας, η οποία όμως «τότε είναι σωστή, όταν πιστεύεται ότι θα πραγματοποιηθεί , αν όμως εκείνος που έφταιξε συνηθίσει στην επιείκεια, θα δείξη περιφρόνηση» (στην απειλή) (ΕΠΕ, 30,651). Διαπιστώνει όμως ότι πολλοί γονείς και ιδιαιτέρως οι πατέρες, «επειδή δεν θέλουν να μαστιγώσουν, ούτε να επιτιμήσουν με λόγια, ούτε να στενοχωρήσουν τα παιδιά τους, αν και κάνουν άτακτη και παράνομη ζωή, πολλές φορές τα είδαν να φθάνουν στα χειρότερα και να οδηγούνται στα δικαστήρια και να τιμωρούνται… Και μαζί με τη συμφορά γίνεται μεγαλύτερη η ντροπή, όταν με τον θάνατο (τον πνευματικό) του παιδιού, όλοι δείχνουν τον πατέρα και τον αναγκάζουν να μην θέλει να πατήση στην αγορά» (Εἰς τὸ «Χήρα καταλεγέσθω…», ΕΠΕ 27, 483).
Η πνευματική κληρονομιά, που προσφέρουν οι γονείς στα παιδιά τους, για τον Χρυσόστομο, «θησαυρός ἐστιν δαπανηθῆναι μὴ δυνάμενος…» (Εις Γεν., Ομ. ΖΣΤ’, ΕΠΕ 5,56). Και αυτή η κληρονομιά καταξιώνει τους γονείς, γιατί όχι μόνο δρα ευεργετικά στα παιδιά τους, αλλά και στα παιδιά των παιδιών τους και γενικά στους απογόνους τους. Γι’ αυτό θα συστήση: «Αν εσύ αναθρέψεις σωστά το παιδί σου, έτσι και εκείνο θα αναθρέψη τον γιο του και εκείνος τον δικό του γιο, και σαν μία αδιάσπαστη αλυσίδα άριστου τρόπου ζωής θα προχωρήση το πράγμα μέχρι το τέλος, παίρνοντας από σένα την αρχή και την ρίζα και φέρνοντας τους καρπούς της φροντίδας σου στους απογόνους σου» (Εἰς τὸ Χήρα καταλεγέσθω…, ΕΠΕ 27, 485).
Ο χρυσοστομικός λόγος και γενικότερα το πατερικό ήθος δεν έπαυσε σε κάθε εποχή-επομένως και στη δική μας-να διαποτίζη τη συνείδηση όλων εκείνων, που σταθερά διακρατούν τη σχέση τους με τη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Και αυτοί ακριβώς αποβαίνουν, και κατά τον Μακρυγιάννη, «η μαγιά», που διατηρεί την ποιότητα, πληρότητα και καθολικότητα της ανθρώπινης ζωής.
Βαρβάρας Καλογεροπούλου-Μεταλληνού
δρ. Θεολογίας-πτυχ. Φιλολογίας
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΡΩ , ΙΑ’ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠΤ. 2012