Η νευρωτική αγάπη

Η νευρωτική αγάπηΗ βασική συνθήκη της νευρωτικής αγάπης έγκειται στο γεγονός ότι ο ένας ή και αμφότεροι οι «ερωτευμένοι» έχουν παραμείνει προσκολλημένοι σε μια γονεϊκή φιγούρα και μεταβιβάζουν τα αισθήματα, τις προσδοκίες και τους φόβους που είχαν άλλοτε απέναντι στον πατέρα ή τη μητέρα τους στο πρόσωπο που αγαπούν τώρα, στην ενήλικη ζωή τους. Πρόκειται για άτομα τα οποία δεν απελευθερώθηκαν ποτέ από την παιδική τους εξάρτηση και αναζητούν το ίδιο αυτό πρότυπο στις απαιτήσεις που έχουν από τις σχέσεις τους κατά την ενήλικη ζωή τους. Σε αυτή την περίπτωση, το άτομο έχει παραμείνει συναισθηματικά ένα παιδί άλλοτε δύο ετών, άλλοτε πέντε και άλλοτε δώδεκα, ενώ διανοητικά και κοινωνικά βρίσκεται στο επίπεδο της πραγματικής του ηλικίας. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις, αυτή η συναισθηματική ανωριμότητα οδηγεί σε διαταραχές όσον αφορά την κοινωνική αποτελεσματικότητα του ατόμου· στις λιγότερο σοβαρές, η σύγκρουση και η κρίση περιορίζονται στη σφαίρα των στενών προσωπικών σχέσεων.

Σε σχέση με την εξέταση της μητροκεντρικής και της πατροκεντρικής προσωπικότητας που επιχειρήσαμε προηγουμένως, το ακόλουθο παράδειγμα για αυτό τον τύπο της νευρωτικής ερωτικής σχέσης που συναντάμε συχνά σήμερα έχει να κάνει με τους άντρες, οι οποίοι στη συναισθηματική τους ανάπτυξη έμειναν προσκολλημένοι σε μία νηπιακή εξάρτηση από τη μητέρα. Αυτοί είναι οι άντρες που ποτέ δεν αποκόπηκαν από το μητρικό στήθος. Εξακολουθούν να αισθάνονται σαν μικρά παιδιά, αποζητούν τη μητρική προστασία, την αγάπη, τη θαλπωρή, τη φροντίδα και το θαυμασμό, θέλουν την άνευ όρων μητρική αγάπη, μία αγάπη η οποία δεν τους προσφέρεται για κανέναν άλλο λόγο εκτός από το γεγονός ότι τη χρειάζονται, ότι είναι παιδιά της μητέρας, ότι είναι ανίσχυροι. Τέτοιου είδους άντρες συχνά είναι πολύ τρυφεροί και γοητευτικοί, όταν προσπαθούν να κάνουν μία γυναίκα να τους αγαπήσει και παραμένουν έτσι ακόμη και όταν πετυχαίνουν το στόχο τους. Αλλά η σχέση τους με τη γυναίκα (όπως στην πραγματικότητα και με όλους τους άλλους ανθρώπους) παραμένει επιφανειακή και ανεύθυνη. Ο σκοπός τους είναι να αγαπηθούν, όχι να αγαπήσουν.

Κατά κανόνα υπάρχει μία γερή δόση ματαιοδοξίας σε αυτό τον τύπο του άντρα και κρύβει μέσα του ιδέες μεγαλομανίας, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο. Αν βρει την κατάλληλη γυναίκα, νιώθει ασφαλής, νιώθει σαν να είναι στην κορυφή του κόσμου και μπορεί να διαθέσει πολλή στοργή και πολλή γοητεία· αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που τέτοιοι άντρες είναι συχνά τόσο απατηλοί. Διότι, όταν έπειτα από κάποιο διάστημα η γυναίκα παύει να ανταποκρίνεται στις φανταστικές τους προσδοκίες, αρχίζουν να εμφανίζονται συγκρούσεις και μνησικακίες. Αν η γυναίκα δεν τους θαυμάζει συνεχώς, αν έχει αξιώσεις για μία δική της ζωή, αν θέλει κι εκείνη να την αγαπούν και να την προστατεύουν και, σε ακραίες περιπτώσεις, αν δεν θέλει να παραβλέψει τις ερωτικές του περιπέτειες με άλλες γυναίκες (ή ακόμη και να τις βλέπει με θαυμασμό), ο άντρας νιώθει βαθιά πληγωμένος και απογοητευμένος κα συνήθως δικαιολογεί αυτά του τα αισθήματα με τη σκέψη πως η γυναίκα του «δεν τον αγαπά, είναι εγωίστρια ή αυταρχική». Οτιδήποτε δεν αντιστοιχεί στη στάση μίας στοργικής μητέρας απέναντι σε ένα χαριτωμένο, γοητευτικό παιδί, εκλαμβάνεται ως απόδειξη έλλειψης αγάπης. Αυτοί οι άντρες συνήθως μπερδεύουν τη στοργική τους συμπεριφορά, την επιθυμία τους να ευχαριστήσουν, με την ειλικρινή αγάπη, κι έτσι φτάνουν στο συμπέρασμα ότι υφίστανται μία μεγάλη αδικία· φαντάζονται τον εαυτό τους ως μεγάλο εραστή και παραπονιούνται πικρά για την αχαριστία της ερωτικής συντρόφου τους.

Σε σπάνιες περιπτώσεις, ένα τέτοιο μητροκεντρικό άτομο κατορθώνει να λειτουργήσει χωρίς σοβαρά προβλήματα Αν η μητέρα του το αγαπούσε πραγματικά, κι ας ήταν υπερπροστατευτική (ίσως κυριαρχική αλλά όχι ισοπεδωτική), αν βρει μία γυναίκα που να ανήκει στον ίδιο αυτό μητρικό τύπο, αν τα ιδιαίτερα χαρίσματά του και τα ταλέντα του του επιτρέπουν να ασκεί γοητεία και να προκαλεί θαυμασμό (αυτή είναι μάλιστα η περίπτωση κάποιων επιτυχημένων πολιτικών), τότε “προσαρμόζεται καλά” με την κοινωνική έννοια, ακόμη και χωρίς ποτέ να φτάνει σε ένα υψηλότερο επίπεδο ωριμότητας. Όμως κάτω από λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες -και βέβαια αυτές είναι πιο συχνές- η ερωτική του ζωή, αν όχι και η κοινωνική επίσης, θα είναι μία σοβαρή απογοήτευση. Κι όταν ένας άνθρωπος με τέτοια προσωπικότητα απομένει μόνος του, τότε εμφανίζονται συγκρούσεις και υψηλά επίπεδα άγχους ή κατάθλιψη.

Σε μία ακόμη πιο σοβαρή παθολογική περίπτωση, η προσκόλληση στη μητέρα είναι βαθύτερη και περισσότερο ανορθολογική. Σε αυτό το επίπεδο η επιθυμία δεν είναι, συμβολικά μιλώντας, να επιστρέψει το άτομο στην προστατευτική αγκαλιά της μητέρας ούτε στο μητρικό στήθος που το τρέφει, αλλα να επιστρέφει σε αυτό που όλα τα δέχεται και όλα τα αφανίζει – στην ίδια τη μήτρα. Αν η φύση της υγιούς προσωπικότητας είναι να αναπτυχθεί έξω από τη μήτρα, στον κόσμο, η φύση της σοβαρής διανοητικής διαταραχής που προκαλείται είναι να αποζητήσει το άτομο τη μήτρα για να απορροφηθεί από αυτήν και πάλι. Με άλλα λόγια, να ξεφύγει από την ίδια τη ζωή. Αυτό το είδος προσκόλλησης προκύπτει συνήθως στην περίπτωση που και οι ίδιες οι μητέρες δένονται με το παιδί τους με έναν τέτοιο καταστροφικό και ολέθριο τρόπο. Κάποιες στο όνομα της αγάπης, κάποιες άλλες στο όνομα του καθήκοντος, θέλουν να κρατήσουν μέσα τους το παιδί, τον έφηβο, τον άντρα· δεν θα πρέπει να αναπνέει παρά μόνο μέσω αυτών και δεν θα πρέπει να μπορεί να αγαπά παρά μόνο σε ένα επιφανειακό, σεξουαλικό και μόνο επίπεδο, απαξιώνοντας όλες τις άλλες γυναίκες. Δεν θα πρέπει τελικά να μπορεί να είναι ελεύθερος και ανεξάρτητος παρά ένας αιώνιος ανάπηρος ή ένας «μητροκτόνος».

Αυτή η όψη της μητέρας, η σαρωτική και καταστροφική, είναι η αρνητική όψη της μητρικής φιγούρας. Η μητέρα μπορεί να δώσει τη ζωή και μπορεί να πάρει τη ζωή. Είναι εκείνη που θα αναγεννήσει αλλά κι εκείνη που θα αφανίσει- μπορεί να κάνει θαύματα με την αγάπη της, αλλά και κανείς άλλος δεν μπορεί να τραυματίσει περισσότερο από όσο αυτή.

Μία διαφορετική μορφή νευρωτικής παθολογίας εντοπίζεται στις περιπτώσεις όπου η κύρια προσκόλληση είναι στο πρόσωπο του πατέρα.

Ένα σχετικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του άντρα που έχει ψυχρή και αποστασιοποιημένη μητέρα, ενώ ο πατέρας (εν μέρει και ως συνέπεια της ψυχρότητας από τη μητρική πλευρά) επικεντρώνει όλη του τη στοργή και το ενδιαφέρον στο γιο. Είναι ένας “καλός πατέρας”, όμως την ίδια στιγμή είναι και αυταρχικός. Κάθε φορά που είναι ευχαριστημένος με τη συμπεριφορά του γιου του τον επαινεί, του χαρίζει δώρα και είναι στοργικός μαζί του, κάθε φορά όμως που είναι δυσαρεστημένος με το γιο του αποτραβιέται από κοντά του ή τον αποπαίρνει. Ο γιος, για τον οποίο η πατρική αγάπη είναι και η μόνη που έχει, προσκολλάται στον πατέρα με δουλικό τρόπο. Ο κύριος σκοπός του στη ζωή είναι να ευχαριστήσει τον πατέρα του – και όταν το πετυχαίνει νιώθει ευτυχισμένος, ασφαλής και ικανοποιημένος.

Όταν όμως κάνει κάποιο λάθος, όταν αποτυγχάνει, όταν δεν κατορθώνει να ευχαριστήσει τον πατέρα του, νιώθει απαξιωμένος, νιώθει απόρριψη και πως έχει χάσει την πατρική αγάπη. Στην κατοπινή του ζωή, αυτός ο άντρας θα προσπαθήσει να ξαναβρεί μία πατρική φιγούρα για να προσκολληθεί σε αυτή με έναν παρόμοιο τρόπο. Ολόκληρη η ζωή του γίνεται μία αλληλουχία από συναισθηματικές μεταπτώσεις, ανάλογα με το αν θα κατορθώνει ή όχι να κερδίσει τον πατρικό έπαινο. Τέτοιου είδους άντρες είναι συχνά πολύ επιτυχημένοι στην κοινωνική τους σταδιοδρομία. Είναι ευσυνείδητοι, είναι άνθρωποι εμπιστοσύνης, πρόθυμοι – υπό τον όρο ότι το άτομο που έχουν επιλέξει ως πατρική φιγούρα ξέρει πώς να τους χειριστεί. Άλλα στις σχέσεις τους με τις γυναίκες παραμένουν επιφυλακτικοί και αποστασιοποιημένοι. Η γυναίκα δεν έχει κεντρική σημασία για αυτούς, συνήθως νιώθουν μία ελαφριά περιφρόνηση για τη γυναίκα τους, πολλές φορές μάλιστα μασκαρεμένη σε ένα ενδιαφέρον παρόμοιο με το πατρικό ενδιαφέρον για ένα μικρό κοριτσάκι. Αρχικά μπορεί να εντυπωσιάσουν μία γυναίκα με την έντονη αρρενωπότητά τους, όμως όσο περνά ο καιρός η απογοήτευση της γυναίκας την οποία έχουν παντρευτεί αυξάνεται όλο και περισσότερο, καθώς αυτή διαπιστώνει ότι είναι καταδικασμένη να παίξει έναν δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με την πρωταρχική αφοσίωση του συζύγου της στην πατρική φιγούρα, που είναι ανά πάσα στιγμή κυρίαρχη στη ζωή του. Η μοναδική περίπτωση να μην απογοητευτεί η γυναίκα είναι αν τυχαίνει να είναι κι αυτή από την πλευρά της προσκολλημένη στο πατέρα της, οπότε νιώθει ευτυχισμένη με ένα σύζυγο που σχετίζεται μαζί της, όπως θα σχετιζόταν με ένα ιδιότροπο παιδί.

Ακόμη πιο περίπλοκο είναι εκείνο το είδος νευρωτικής διαταραχής στην αγάπη που βασίζεται σε μία ιδιαίτερη κατάσταση μέσα στην οικογένεια, όταν δηλαδή οι γονείς δεν αγαπιούνται μεταξύ τους, αλλά φροντίζουν με μεγάλη προσοχή να μην τσακώνονται μπροστά στο παιδί τους ή να μη φανερώνουν σημάδια της δυσαρέσκειάς τους προς τα έξω. Την ίδια στιγμή, η αποστασιοποίηση του ενός από τον άλλο τους κάνει να μην είναι αυθόρμητοι ακόμη και στις σχέσεις τους με τα παιδιά τους. Αυτό το οποίο βιώνει ένα μικρό κοριτσάκι είναι μια ατμόσφαιρα “κοσμιότητας”, αλλά μίας τέτοιας κοσμιότητας που δεν επιτρέπει ποτέ μια πιο στενή επαφή ούτε με τον πατέρα ούτε με τη μητέρα, με αποτέλεσμα το κοριτσάκι να απομένει μπερδεμένο και φοβισμένο. Δεν είναι ποτέ σίγουρο για το τι νιώθουν ή σκέφτονται οι γονείς – πάντοτε υπάρχει το στοιχείο της αβεβαιότητας και της απορίας στην ατμόσφαιρα. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, το κοριτσάκι αποσύρεται σε έναν δικό του κόσμο, χάνεται στα όνειρα που πλάθει την ημέρα, παραμένει κι αυτό αποστασιοποιημένο και διατηρεί την ίδια αυτή στάση και στις ερωτικές του σχέσεις στη μετέπειτα ζωή του.

Ακόμη περισσότερο, αυτή η απόσυρση από τον κόσμο συντείνει στην εμφάνιση ενός έντονου άγχους, ενός αισθήματος ότι δεν πατά γερά στον κόσμο, κάτι που με τη σειρά του συχνά οδηγεί στην ανάπτυξη μαζοχιστικών τάσεων ως μοναδικό μέσο για να βιώσει έντονες συγκινήσεις. Πολύ συχνά, αυτές οι γυναίκες θα προτιμούσαν ο σύζυγός τους να έκανε σκηνές και να φώναζε παρά να είχε μία πιο φυσιολογική και μετρημένη συμπεριφορά, κι αυτό επειδή έτσι θα τις ανακούφιζε τουλάχιστον κάπως από το φορτίο της έντασης και του φόβου. Και δεν είναι σπάνιες οι φορές που ασυνείδητα προκαλούν οι ίδιες τέτοιες συμπεριφορές προκειμένου να δώσουν ένα τέλος στη βασανιστική αγωνία που τους προκαλεί η συναισθηματική ουδετερότητα.

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Erich Fromm

Πηγή