Σ’ αγαπώ & σε μισώ

Σ' αγαπώ & σε μισώΑπό τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, μαθαίνουμε ότι αυτό που αγαπάμε, το καταβροχθίζουμε. Αυτό το μάθημα συμβαίνει με τον πολύτιμο μαστό της μητέρας ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ίδια μας την επιβίωση. Μοναδική μας ανάγκη εκείνο το διάστημα, είναι να μας προσφέρεται όσο το δυνατόν περισσότερο – και όσο το δυνατόν περισσότερο και η μάνα να ανταποκρίνεται στις ανάγκες μας.

Και λόγω του ότι χρειαζόμαστε να αισθανθούμε σπουδαίοι ώστε να συμβαίνει κάθε φορά που θα το ζητήσουμε με το κλάμα μας, το κάνουμε με έναν τρόπο. Με το να την εξιδανικεύσουμε. Κάθε φορά, λοιπόν, που θα ανταποκριθεί στο κάλεσμά μας, είναι καλή, ιδανική.

Μα, όσο υπάρχει αυτή η θεώρηση, μοιραία υπάρχει και ο αντίποδάς της. Κάθε φορά που δεν θα το κάνει, είναι κακή και αυτό που γεννιέται μέσα μας είναι ένας βαθύς θυμός στο πρόσωπό της. Εκείνο το διάστημα, μάς είναι αδύνατο να καταλάβουμε ότι ο ίδιος άνθρωπος που μας γοητεύει είναι και ο ίδιος που μας απογοητεύει και έτσι διαιρούμε την φιγούρα της στην καλή μάνα και την κακή και, όπως αυτή, καταλαβαίνουμε τον κόσμο με έναν απόλυτο τρόπο, μέσα από δίπολα.

Σε αυτή την πλήρως εξαρτημένη κατάσταση, ξεκινάει ο αγώνας μας να κάνουμε κάτι το οποίο, εαν δεν το καταφέρουμε, θα μας ακολουθεί σε όλη μας τη ζωή• να συνθέσουμε. Να καταλάβουμε, δηλαδή, ότι μπορεί κάποιος να μας αγαπάει και να τον αγαπάμε, αλλά να αδυνατεί να ανταποκριθεί με τον τρόπο και τη συχνότητα που θέλουμε στην ανάγκη μας.

Όσοι δεν καταφέρνουν να συμφιλιώσουν τις δύο αυτές όψεις σε μία, είναι αυτοί που είτε εξιδανικεύουν είτε μισούν κάποιον βαθιά. Είναι αυτοί που θα ερωτευτούν σφόδρα και θα ανάγουν τον άλλον σε κάτι που δεν γεννήθηκε για να γίνει• την ιδανική μητέρα τους. Θα τον κοιτάζουν μαγεμένοι, θα κουβαλούν για εκείνον σπουδαίες προσδοκίες, και θα κρεμάσουν πάνω του την ίδια τους την ύπαρξη και όλη τους την ευθύνη για την ικανοποίηση της ζωής τους.

Αποτελεί σύνηθες θέαμα στις ενήλικες σχέσεις. Ότι η στάση μας, και αυτό που πιστεύουμε για τον σύντροφο, μεταβάλλεται ανάλογα το πόσο μητρικός είναι απέναντί μας. Και αν δεν είμαι ικανός να συνθέσω, φαίρομαι όπως τότε με τον μαστό. Όσο είσαι καλός απέναντί μου, όσο μου προσφέρεις τον μαστό σου, είσαι και ιδανικός. Και τις φορές που δεν καταφέρνεις να το κάνεις, τότε δεν μ’αγαπάς. Με περιφρονείς, δεν είμαι αρκετά σημαντικός για σένα, είσαι κακός.

Αυτό είναι και το σημείο που θα βρει έδαφος εκείνος ο παιδικός θυμός για την κακή μάνα και θα εκφραστεί επάνω του πλέον. Στα μάτια μας, τώρα, είναι ολοκληρωτικά κακός και απορριπτικός χωρίς ίχνος αγάπης προς το πρόσωπό μας. Σφοδρά θα συγκρουστούμε μαζί του κατηγορώντας τον ότι δεν μας αγαπάει, ότι αλλαξε, ότι μας έχει κοροϊδέψει που επενδύσαμε σε εκείνον.

Μα, πίσω από αυτό, κρύβεται η δυσκολία μας να αποδεχτούμε ότι έχουμε αντικρουόμενα συναισθήματα για τον ίδιο άνθρωπο. Ότι κάποιος μπορεί να μας γοητεύει βαθιά, ως τον πυρήνα της ψυχής μας, και την ίδια στιγμή να μην ανταποκρίνεται στη γοητεία του.

Είμαστε αμφίθυμοι και αυτό είναι που μας δυσκολεύει. Μα αυτή είναι κι όλη η ουσία της ωρίμανσης. Το πώς θα διαχειριστούμε την αμφιθυμία. Το να καταφέρουμε να διαχειριστούμε την αγάπη και τον θυμό μας προς το ίδιο πρόσωπο. Το να τα συνθέσουμε με έναν τρόπο που δεν είναι απειλητικός για τη σχέση. Το να μπορώ να σου θυμώσω, χωρίς να φοβάμαι ότι θα σε χάσω. Το να δικαιούσαι να με απογοητεύσεις χωρίς να φοβάμαι ότι αυτό σημαίνει πως δεν είσαι αυτό που πιστεύω.

Να καταλάβω ότι μπορείς να με αγαπάς με τον τρόπο σου. Στον χρόνο σου και με το δικό σου νόημα για την αγάπη. Να αντέχω να δεχτώ ότι μπορείς να μην θέλεις αυτό που θέλω εγώ, όταν το θέλω, αλλά να θέλεις κάτι άλλο χωρίς να σημαίνει ότι δεν νοιάζεσαι για μένα. Να συνειδητοποιήσω οτι είσαι δίπλα μου για να με φροντίζεις με τον τρόπο που μπορείς και, ό,τι αισθάνομαι πως μου λείπει, θα το συμπληρώσω εγώ για μένα.

Ειδαλλως, κάθε φορά που δεν θα ανταποκρίνεσαι στην ανάγκη μου, θα αισθάνομαι ότι δεν έχω καμία αξία για σένα. Θα αισθάνομαι ανύπαρκτος και θα απειλούμαι από τον ίδιο φόβο παιδικού αφανισμού με τότε.

Και για να καταφέρουμε να συνθέσουμε, και να μην υποφέρουμε από έναν απόλυτο τρόπο οπτικής, χρειάζεται η μάνα να έχει υπάρξει ικανή να δεχθεί τις προσφορές μας όταν καταλάβαμε πως η καλή και η κακή ήταν το ίδιο πρόσωπο και μετανιώσαμε το θυμό μας. Να δέχεται αυτό που της δίνουμε και να το επιστρέφει. Να ανταποδίδει το γέλιο μας, την αγκαλιά και το παιχνίδι μας ώστε να θεραπευτούν οι ενοχές μας. Τότε μπορώ να δεχτώ κι εγώ ότι δεν ήρθες στον κόσμο για μένα, αλλά παρολα αυτά είναι ευτυχία που σε συνάντησα. Τότε μπορώ επιτέλους να μην χρειάζομαι τον μαστό σου, κι όμως να απολαμβάνω την συντροφιά σου.

Κι αν αυτό δεν έχει συμβεί, θα το επιχειρήσω εγώ για εμένα αγκαλιάζοντας τις δικές μου αντίθετες πλευρές και συγκερνώντας την αμφιθυμία μου για εμένα. Καταλαβαίνοντας ότι δεν είμαι μόνο καλός ή κακός, αλλά μπορώ να είμαι ο,τι επιθυμώ χωρίς να βάζω ταμπέλες. Να προσπαθήσω να γίνω, από ακατέργαστα κομμάτια, ομοιογενές μείγμα. Να συντεθώ σε κάτι που δεν ορίζεται από τις ακραίες συμπεριφορές του, αλλά από τον μέσο όρο του.

Αν τα καταφέρω σε αυτό, έχω καταφέρει κάτι πολύ περισσότερο από το να γίνω πλήρης. Έχω σταματήσει να εξαρτάμαι από εσένα και έχω αρχίσει να βασίζομαι σε μένα. Έχω μάθει να αγαπώ και να σχετίζομαι χωρίς φόβο. Έχω μάθει ότι μπορώ να θυμώνω χωρίς να απειλείται αυτό που αισθάνομαι για σένα και ότι μπορούμε να είμαστε κι οι δυο ελεύθεροι μέσα σε αυτό που νιώθουμε. Έχω υπερβεί εκείνο το πρώτο μάθημα, ότι αυτό που αγαπώ, πρέπει και να το καταβροχθίσω.

Η ζωή είναι στην σύνθεση. Εκεί που εγώ συναντώ εσένα κι εσύ συναντάς εμένα. Μα πιο πολύ, εκεί που εγώ συναντώ εμένα και δεν με κρίνω, αλλά με αγκαλιάζω μέχρι να ενωθούμε.

Ιάκωβος Σιανούδης

Πηγή